- ευπαρόδευτος
- εὐπαρόδευτος, -ον (Α)αυτός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος, χωρίς να προσελκύσει την προσοχή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-οδεύω «διέρχομαι μπροστά από κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπαρόδευτος — easy to pass by masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρόδευτον — εὐπαρόδευτος easy to pass by masc/fem acc sg εὐπαρόδευτος easy to pass by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαροδεύτου — εὐπαρόδευτος easy to pass by masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)